- τραχύστομος
- -ον, Ααυτός που έχει τραχιά ομιλία ή προφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
τραχυστομία — ἡ, Α [τραχύστομος] χοντρή προφορά … Dictionary of Greek
τραχυστόμους — τρᾱχυστόμους , τραχύστομος of rough speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)